- τετράωρος
- -η, -ο, Ν1. αυτός που έχει διάρκεια τεσσάρων ωρών2. το ουδ. ως ουσ. το τετράωροχρονικό διάστημα τεσσάρων ωρών.[ΕΤΥΜΟΛ. < τετρ(α)-* + -ωρος (< ώρα), πρβλ. πεντά-ωρος. Η λ. μαρτυρείται από το 1895 στον Αρ. Π. Κουρτίδη].
Dictionary of Greek. 2013.